- περιεστιγμένος
- περϊεστιγμένος , περιστίζωprickperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
СОКРАЩЕНИЯ — • Notae, σημει̃α, которыми пользовались при письме греки и римляне. I. Греческие С. известны нам из надписей и некоторых списков на папирусе. Происхождением они обязаны, кроме стенографической цели, частью действительной… … Реальный словарь классических древностей
οβελός — ο (ΑΜ ὀβελός, Α δωρ. τ. ὀβελός, θεσσ. τ. ὀβελλός) 1. σιδερένια ή ξύλινη λεπτή, αιχμηρή και επιμήκης ράβδος πάνω στην οποία ψήνονται, αφού διαπεραστούν, τεμάχια κρέατος ή και ολόκληρα σφάγια, η σούβλα 2. μικρή οριζόντια γραμμή ( ) ή βέλος με το… … Dictionary of Greek
περιστίζω — Α 1. κεντώ κάτι ολόγυρα, στολίζω ολόγυρα με στίγματα 2. τοποθετώ κάποιον ή κάτι γύρω από κάτι άλλο 3. γραμμ. δηλώνω κάτι με στίξη, βάζω σημείο στίξης 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) περιεστιγμένος, η, ον αυτός που έχει σημειωθεί με στίξη.… … Dictionary of Greek